- νοιώνω
- βλ. νιώνω (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιώνω — (I) και νοιώνω νιώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ένιωσα < ἐνόησα, αόρ. τού νοῶ. Κατ άλλη άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το συνθ. μετανιώνω*]. (II) νιώνω και νιώννω (Μ) 1. (για φωτιά) αναζωπυρώνω ή αναζωπυρώνομαι 2. μτφ. είμαι νέος.… … Dictionary of Greek